λίαν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λίαν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λίαν

Επίρρημα

λίαν

  1. (λόγιο) (πάρα) πολύ, συνήθως χρησιμοποιείται με λόγια επιρρήματα
    Προσοχή! Λίαν εύφλεκτον.
    Λίαν επιεικώς/επιτυχώς/προσεχώς/συντόμως.
     συνώνυμα: σφόδρα, τα μάλα, πάνυ

Εκφράσεις

  • λίαν καλώς

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λίαν < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

λίαν

  1. πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.