ταχυδρομήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ταχυδρομήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταχυδρομώ
  2. θα ταχυδρομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταχυδρομώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ταχυδρομήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταχυδρόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.