ταυτίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ταυτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταυτίζω
  2. θα ταυτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταυτίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ταυτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταύτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.