ταγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
- (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες) αλλοιώνομαι και αποκτώ βαριά οσμή και πικρή γεύση
Συγγενικά
- ταγγάδα και ταγγίλα
- τάγγιση και τάγγισμα
- ταγγισμένος
- ταγγός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.