σ.σ.
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σ.σ. < σημείωση συντάκτη (ή συντάκτριας, ή συγγραφέα)
Συντομομορφή
σ.σ. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή) προειδοποίηση ότι ακολουθεί σημείωση (του) συντάκτη / (της) συντάκτριας ή (του/της) συγγραφέα σε ένα κείμενο
- παρώνυμο: σσ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.