σόου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σόου < (λόγιο δάνειο) αγγλική show [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsou/, πλησιάζοντας το αγγλικό /ʃoʊ/
Ουσιαστικό
σόου ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
- σόουμαν και σοουγούμαν
- σοουμπίζνες
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
- σόου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.