σόου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σόου < (λόγιο δάνειο) αγγλική show [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsou/, πλησιάζοντας το αγγλικό /ʃoʊ/

Ουσιαστικό

σόου ουδέτερο άκλιτο

  1. θεαματική παράσταση ή παραγωγή με θεατρικά ή/και μουσικοχορευτικά στοιχεία
  2. παραγωγή στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο με εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, μπαλέτα και τραγούδια
  3. (αργκό) επεισοδιακή σκηνή ή απρόοπτο που αντιμετωπίζεται ως διασκεδαστικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.