σόουμαν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σόουμαν < αγγλική showman
Ουσιαστικό
σόουμαν αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: σοουγούμαν)
- (επάγγελμα) αυτός που παρουσιάζει κάποιο σόου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.