συς
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
συς
<
αρχαία ελληνική
σῦς
Ουσιαστικό
συς
αρσενικό ή θηλυκό
(
αρχαιοπρεπές
)
γουρούνι
,
χοίρος
Μεταφράσεις
συς
→
δείτε
τη
λέξη
γουρούνι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.