συνυφαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.niˈfe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νυ‐φαί‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐υ‐φαί‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
συνυφαίνομαι, π.αόρ.: συνυφάνθηκα, μτχ.π.π.: συνυφασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος συνυφαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.