συνταξιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνταξιδεύω < συν- + ταξιδεύω. Διαφορετική η μεσαιωνική λέξη συνταξιδεύω (συμμετέχω σε εκστρατεία)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.da.ksiˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντα‐ξι‐δεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τα‐ξι‐δεύ‐ω
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
συνταξιδεύω
|
|
Αναφορές
- συνταξιδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.