συνδιαλλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνδιαλλάσσομαι | συνδιαλλασσόμουν(α) | θα συνδιαλλάσσομαι | να συνδιαλλάσσομαι | συνδιαλλασσόμενος | |
| β' ενικ. | συνδιαλλάσσεσαι | συνδιαλλασσόσουν(α) | θα συνδιαλλάσσεσαι | να συνδιαλλάσσεσαι | (συνδιαλλάσσου) | |
| γ' ενικ. | συνδιαλλάσσεται | συνδιαλλασσόταν(ε) | θα συνδιαλλάσσεται | να συνδιαλλάσσεται | ||
| α' πληθ. | συνδιαλλασσόμαστε | συνδιαλλασσόμαστε συνδιαλλασσόμασταν |
θα συνδιαλλασσόμαστε | να συνδιαλλασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | συνδιαλλάσσεστε | συνδιαλλασσόσαστε συνδιαλλασσόσασταν |
θα συνδιαλλάσσεστε | να συνδιαλλάσσεστε | (συνδιαλλάσσεστε) | |
| γ' πληθ. | συνδιαλλάσσονται | συνδιαλλάσσονταν συνδιαλλασσόντουσαν |
θα συνδιαλλάσσονται | να συνδιαλλάσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνδιαλλάχτηκα | θα συνδιαλλαχτώ | να συνδιαλλαχτώ | συνδιαλλαχτεί | ||
| β' ενικ. | συνδιαλλάχτηκες | θα συνδιαλλαχτείς | να συνδιαλλαχτείς | συνδιαλλάξου | ||
| γ' ενικ. | συνδιαλλάχτηκε | θα συνδιαλλαχτεί | να συνδιαλλαχτεί | |||
| α' πληθ. | συνδιαλλαχτήκαμε | θα συνδιαλλαχτούμε | να συνδιαλλαχτούμε | |||
| β' πληθ. | συνδιαλλαχτήκατε | θα συνδιαλλαχτείτε | να συνδιαλλαχτείτε | συνδιαλλαχτείτε | ||
| γ' πληθ. | συνδιαλλάχτηκαν συνδιαλλαχτήκαν(ε) |
θα συνδιαλλαχτούν(ε) | να συνδιαλλαχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνδιαλλαχτεί | είχα συνδιαλλαχτεί | θα έχω συνδιαλλαχτεί | να έχω συνδιαλλαχτεί | συνδιαλλαγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνδιαλλαχτεί | είχες συνδιαλλαχτεί | θα έχεις συνδιαλλαχτεί | να έχεις συνδιαλλαχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνδιαλλαχτεί | είχε συνδιαλλαχτεί | θα έχει συνδιαλλαχτεί | να έχει συνδιαλλαχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνδιαλλαχτεί | είχαμε συνδιαλλαχτεί | θα έχουμε συνδιαλλαχτεί | να έχουμε συνδιαλλαχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνδιαλλαχτεί | είχατε συνδιαλλαχτεί | θα έχετε συνδιαλλαχτεί | να έχετε συνδιαλλαχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνδιαλλαχτεί | είχαν συνδιαλλαχτεί | θα έχουν συνδιαλλαχτεί | να έχουν συνδιαλλαχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνδιαλλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι συνδιαλλαγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνδιαλλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνδιαλλαγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνδιαλλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνδιαλλαγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνδιαλλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνδιαλλαγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
συνδιαλλάσσομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.