συναποτελώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναποτελώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναποτελῶ.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αποτελώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /si.na.po.teˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναποτελώ

Ρήμα

συναποτελώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.