συναξάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

συναξάριον < σύναξ(ις) -όπως η σύναξη ομάδας μοναχών- + -άριον [1]  δείτε και το αρχαίο συνάγω

Ουσιαστικό

συναξάριον ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

  • συναξαρίου (γενική ενικού)

Συγγενικά

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.