συμπυκνώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συμπυκνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπυκνώνω
  2. θα συμπυκνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπυκνώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συμπυκνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπύκνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.