συνεπτυγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεπτυγμένος η συνεπτυγμένη το συνεπτυγμένο
      γενική του συνεπτυγμένου της συνεπτυγμένης του συνεπτυγμένου
    αιτιατική τον συνεπτυγμένο τη συνεπτυγμένη το συνεπτυγμένο
     κλητική συνεπτυγμένε συνεπτυγμένη συνεπτυγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεπτυγμένοι οι συνεπτυγμένες τα συνεπτυγμένα
      γενική των συνεπτυγμένων των συνεπτυγμένων των συνεπτυγμένων
    αιτιατική τους συνεπτυγμένους τις συνεπτυγμένες τα συνεπτυγμένα
     κλητική συνεπτυγμένοι συνεπτυγμένες συνεπτυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνεπτυγμένος < αρχαία ελληνική συνεπτυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπτύσσω < συν- + πτύσσω (διπλώνω)

Μετοχή

συνεπτυγμένος, -η, -ο

  • (λόγιο) άλλη γραφή του συμπτυγμένος
    • Συνεπτυγμένος σταυροειδής : Διαδεδομένος τύπος ναού στα μεσοβυζαντινά χρόνια
    • Αναλυτικός ή συνεπτυγμένος πίνακας
    • συνεπτυγμένη έκδοση βιβλίου
    • λαμπτήρας συνεπτυγμένων διαστάσεων (compact)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.