συμπιλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπιλώ < αρχαία ελληνική συμπιλέω / συμπιλῶ < σύν + πῑλέω < πῖλος
Ρήμα
συμπιλώ
- (σπάνιο) γράφω κάτι χρησιμοποιώντας κυρίως αποσπάσματα έργων άλλων συγγραφέων
- Το Κέντρο […] αναζητεί, συλλέγει, συμπιλεί, αξιολογεί και διαδίδει τα σχετικά επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία. (Επίσημη Εφημερίδα C 117 A της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 26 Μαΐου 2009)
- (σπάνιο, κατ’ επέκταση) φτιάχνω κάτι από διάφορα μάλλον αταίριαστα πράγματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.