συμπάρειμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

συμπάρειμι < σύν + παρά + εἰμί "είμαι"

Ρήμα

συμπάρειμι

  1. παρευρίσκομαι
  2. παραστέκω

Ετυμολογία 2

συμπάρειμι < σύν + παρά + εἶμι "πηγαίνω" ή "έρχομαι"

Ρήμα

συμπάρειμι

  1. πορεύομαι μαζί
  2. προσέρχομαι

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.