συζητέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
συζητέω, συνηρημ.: συζητῶ, παθητικό συζητέομαι
- εξετάζω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους ένα ζήτημα
- Ὦ Ἄνυτε, συζήτησον, ἐμοί τε καὶ τῷ σαυτοῦ ξένῳ Μένωνι (Πλάτων, Μένων, 90.b.5)
- αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων
Κλίση
Κλίση
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.