συγκινήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συγκινήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκινώ
  2. θα συγκινήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκινώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συγκινήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.