συγκαταλέγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκαταλέγομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκαταλέγω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκαταλέγομαι | συγκαταλεγόμουν(α) | θα συγκαταλέγομαι | να συγκαταλέγομαι | ||
| β' ενικ. | συγκαταλέγεσαι | συγκαταλεγόσουν(α) | θα συγκαταλέγεσαι | να συγκαταλέγεσαι | ||
| γ' ενικ. | συγκαταλέγεται | συγκαταλεγόταν(ε) | θα συγκαταλέγεται | να συγκαταλέγεται | ||
| α' πληθ. | συγκαταλεγόμαστε | συγκαταλεγόμαστε συγκαταλεγόμασταν |
θα συγκαταλεγόμαστε | να συγκαταλεγόμαστε | ||
| β' πληθ. | συγκαταλέγεστε | συγκαταλεγόσαστε συγκαταλεγόσασταν |
θα συγκαταλέγεστε | να συγκαταλέγεστε | συγκαταλέγεστε | |
| γ' πληθ. | συγκαταλέγονται | συγκαταλέγονταν συγκαταλεγόντουσαν |
θα συγκαταλέγονται | να συγκαταλέγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκαταλέχθηκα | θα συγκαταλεχθώ | να συγκαταλεχθώ | συγκαταλεχθεί | ||
| β' ενικ. | συγκαταλέχθηκες | θα συγκαταλεχθείς | να συγκαταλεχθείς | |||
| γ' ενικ. | συγκαταλέχθηκε | θα συγκαταλεχθεί | να συγκαταλεχθεί | |||
| α' πληθ. | συγκαταλεχθήκαμε | θα συγκαταλεχθούμε | να συγκαταλεχθούμε | |||
| β' πληθ. | συγκαταλεχθήκατε | θα συγκαταλεχθείτε | να συγκαταλεχθείτε | συγκαταλεχθείτε | ||
| γ' πληθ. | συγκαταλέχθηκαν συγκαταλεχθήκαν(ε) |
θα συγκαταλεχθούν(ε) | να συγκαταλεχθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συγκαταλεχθεί | είχα συγκαταλεχθεί | θα έχω συγκαταλεχθεί | να έχω συγκαταλεχθεί | συγκαταλεγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συγκαταλεχθεί | είχες συγκαταλεχθεί | θα έχεις συγκαταλεχθεί | να έχεις συγκαταλεχθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκαταλεχθεί | είχε συγκαταλεχθεί | θα έχει συγκαταλεχθεί | να έχει συγκαταλεχθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκαταλεχθεί | είχαμε συγκαταλεχθεί | θα έχουμε συγκαταλεχθεί | να έχουμε συγκαταλεχθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκαταλεχθεί | είχατε συγκαταλεχθεί | θα έχετε συγκαταλεχθεί | να έχετε συγκαταλεχθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκαταλεχθεί | είχαν συγκαταλεχθεί | θα έχουν συγκαταλεχθεί | να έχουν συγκαταλεχθεί | ||
Μεταφράσεις
συγκαταλέγομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.