αλληθωρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλληθωρίζω < αλλήθωρος + -ίζω

Ρήμα

αλληθωρίζω

  1. τα μάτια μου κοιτούν προς ελαφρά διαφορετικές κατευθύνσεις επειδή πάσχω από στραβισμό
  2. (μεταφορικά) δείχνω ενδιαφέρον και για κάτι που δεν είναι απολύτως αποδεκτό ή που ξεφεύγει από τις συνήθειές μου


Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.