αλληθωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλληθωρίζω < αλλήθωρος + -ίζω
Ρήμα
αλληθωρίζω
- τα μάτια μου κοιτούν προς ελαφρά διαφορετικές κατευθύνσεις επειδή πάσχω από στραβισμό
- (μεταφορικά) δείχνω ενδιαφέρον και για κάτι που δεν είναι απολύτως αποδεκτό ή που ξεφεύγει από τις συνήθειές μου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλλήθωρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλληθωρίζω | αλληθώριζα | θα αλληθωρίζω | να αλληθωρίζω | αλληθωρίζοντας | |
| β' ενικ. | αλληθωρίζεις | αλληθώριζες | θα αλληθωρίζεις | να αλληθωρίζεις | αλληθώριζε | |
| γ' ενικ. | αλληθωρίζει | αλληθώριζε | θα αλληθωρίζει | να αλληθωρίζει | ||
| α' πληθ. | αλληθωρίζουμε | αλληθωρίζαμε | θα αλληθωρίζουμε | να αλληθωρίζουμε | ||
| β' πληθ. | αλληθωρίζετε | αλληθωρίζατε | θα αλληθωρίζετε | να αλληθωρίζετε | αλληθωρίζετε | |
| γ' πληθ. | αλληθωρίζουν(ε) | αλληθώριζαν αλληθωρίζαν(ε) |
θα αλληθωρίζουν(ε) | να αλληθωρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλληθώρισα | θα αλληθωρίσω | να αλληθωρίσω | αλληθωρίσει | ||
| β' ενικ. | αλληθώρισες | θα αλληθωρίσεις | να αλληθωρίσεις | αλληθώρισε | ||
| γ' ενικ. | αλληθώρισε | θα αλληθωρίσει | να αλληθωρίσει | |||
| α' πληθ. | αλληθωρίσαμε | θα αλληθωρίσουμε | να αλληθωρίσουμε | |||
| β' πληθ. | αλληθωρίσατε | θα αλληθωρίσετε | να αλληθωρίσετε | αλληθωρίστε | ||
| γ' πληθ. | αλληθώρισαν αλληθωρίσαν(ε) |
θα αλληθωρίσουν(ε) | να αλληθωρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αλληθωρίσει | είχα αλληθωρίσει | θα έχω αλληθωρίσει | να έχω αλληθωρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αλληθωρίσει | είχες αλληθωρίσει | θα έχεις αλληθωρίσει | να έχεις αλληθωρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αλληθωρίσει | είχε αλληθωρίσει | θα έχει αλληθωρίσει | να έχει αλληθωρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλληθωρίσει | είχαμε αλληθωρίσει | θα έχουμε αλληθωρίσει | να έχουμε αλληθωρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αλληθωρίσει | είχατε αλληθωρίσει | θα έχετε αλληθωρίσει | να έχετε αλληθωρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλληθωρίσει | είχαν αλληθωρίσει | θα έχουν αλληθωρίσει | να έχουν αλληθωρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.