στο διάολο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

<  δείτε τις λέξεις στο και διάολος

Έκφραση

στο διάολο!

  • (μεταφορικά) αποδίδεται υβριστικά για την απομάκρυνση κάποιου.

Συνώνυμα

  • στο διάολο να πας!
  • άμε στο διάολο!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.