περιστοιχίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ei.stiˈçi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐στοι‐χί‐ζο‐μαι
Ρήμα
περιστοιχίζομαι, π.αόρ.: περιστοιχίστηκα, μτχ.π.π.: περιστοιχισμένος, (ενεργ.: περιστοιχίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος περιστοιχίζω → δείτε και την κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.