σταλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σταλίζω

  1. (για κοπάδι) αναπαύομαι στη σκιά
  2. (μεταβατικό) φέρνω το κοπάδι σε σκιά για να ξεκουραστεί
  3. (συνεκδοχικά) παραμένω κάπου

Ταυτόσημο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.