σταθήσεσθαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Απαρέμφατο

σταθήσεσθαι

  • απαρέμφατο παθητικού μέλλοντα (σταθήσομαι) του ἵστημι
      4ος αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 103
    δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
    για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο ανδριάντα στον Ωρεό.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greeklanguage.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.