σπαγγέτι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

ένα πιάτο σπαγγέτι
- σπαγγέτι < (άμεσο δάνειο) ιταλική spaghetti < πληθυντικός αριθμός του spaghetto < υποκοριστικό του spago (σπάγκος)
Ουσιαστικό
σπαγγέτι ουδέτερο άκλιτο
- (φαγητά) είδος μακαρονιού, ιταλικής προέλευσης, που είναι πολύ λεπτό και μακρόστενο
- σπαγέτο
- σπαγκέτι
Σύνθετα
- σπαγγεταρία / σπαγγετερία
-
σπαγγέτι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.