ηλεκτροσόκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηλεκτροσόκ < αγγλική electroshock
Ουσιαστικό
ηλεκτροσόκ ουδέτερο άκλιτο
- η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος σε ζωντανό οργανισμό
- η θεραπεία ψυχασθενών με ηλεκτροσόκ θεωρείται από πολλούς απάνθρωπη
- του του έκαναν βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ
Μεταφράσεις
ηλεκτροσόκ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.