σκουτέλλιν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκουτέλλιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουτέλλιν λατινική → και δείτε περισσότερα στο σκουτέλι
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; Ιδιωματική: ερώτημα για το διπλό σύμφωνο, στην Κάρπαθο
Πηγές
- σελ.335, Τόμος 20, συμπλήρωση του Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκουτέλλιν < σκουτέλλ(ιον) + κατάληξη -ιν με διπλό σύμφωνο, κατά τη λατινική scutella (πιατάκι) → και δείτε τη λέξη σκουτέλι.
- → δείτε τη λέξη σκουτέλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.