σκληραγωγήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

σκληραγωγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκληραγωγώ
  2. θα σκληραγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκληραγωγώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σκληραγωγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκληραγώγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.