σκατώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκατώνω < μεσαιωνική ελληνική σκατώνω[1] < σκατό

Ρήμα

σκατώνω (παθητική φωνή: σκατώνομαι)

  • (χυδαίο, μεταβατικό) αποτυγχάνω σε μια προσπάθειά μου, μπερδεύω κάτι
      Και τώρα που τα σκάτωσες στις εξετάσεις; Που τον Σεπτέμβριο ο γιος των κουμπάρων θα μετακομίσει στην Ξάνθη —έκτος, παρακαλώ, επιτυχών στο Πολυτεχνείο!— και η κόρη των Αλβανών του ισογείου θα γραφτεί, άκουσον άκουσον, στην Παιδαγωγική; (www.thetoc.gr, 15.06.2021)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.