θαλασσώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
θαλασσώνω, πρτ.: θαλάσσωνα, στ.μέλλ.: θα θαλασσώσω, αόρ.: θαλάσσωσα, μτχ.π.π.: θαλασσωμένος
- (με την αντωνυμία τα) ως συνώνυμο της φράσης τα κάνω θάλασσα, μπερδεύω τα πράγματα, αποτυγχάνω ολοκληρωτικά σε κάποια προσπάθεια
- προσπάθησα να φτιάξω το αυτοκίνητο μόνος μου, αλλά τα θαλάσσωσα
Συνώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.