σινάφια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈna.fça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐νά‐φια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
σινάφια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σινάφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.