σβελτοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σβελτοσύνη
      γενική της σβελτοσύνης
    αιτιατική τη σβελτοσύνη
     κλητική σβελτοσύνη
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σβελτοσύνη < σβέλτος + -οσύνη

Ουσιαστικό

σβελτοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.