σβέλτα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzvel.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβέλ‐τα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σβέλτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σβέλτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.