σαρκώσω
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
σαρκώσω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
σαρκώνω
θα σαρκώσω
:
α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
σαρκώνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.