σαρκικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σαρκικά
<
σαρκικός
Επίρρημα
σαρκικά
όσον αφορά τη
σαρκική
επαφή
, τη
συνουσία
Μεταφράσεις
σαρκικά
γαλλικά
:
charnellement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σαρκικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
σαρκικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.