σαιζόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σαιζόν: σεζόν, με παρωχημένη μεταγραφή του ⟨ai⟩ σε ⟨αι⟩ κατά το (άμεσο δάνειο) γαλλική saison
Προφορά
- ΔΦΑ : /seˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ζόν
Μεταφράσεις
σαιζόν
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.