σαγματᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σαγματᾶς | ||
| γενική | τοῦ | σαγματᾶ | ||
| δοτική | τῷ | σαγματᾷ | ||
| αιτιατική | τὸν | σαγματᾶν | ||
| κλητική ὦ! | σαγματᾶ | |||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαγματᾶς < αρχαία ελληνική σάγμα[1] + -ᾶς
Συνώνυμα
- σαγματοποιός
- σαγματοράπτης
- σαγματοράφος
Πηγές
- σαγματᾶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ελληνιστική σημασία: σαμάρι.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.