σάρωθρο

Νέα ελληνικά (el)

αυτοσχέδιο σάρωθρο από κλαδιά

Ετυμολογία

σάρωθρο < σαρώνω

Ουσιαστικό

σάρωθρο ουδέτερο

  1. η σκούπα (συνήθως η φτιαγμένη από κλαδιά).
    Πάρε το σάρωθρο κι άρχιζε να σκουπίζεις.
  2. μηχάνημα καθαρισμού
    Νέο επαναφορτιζόμενο σάρωθρο για επαγγελματίες χρήστες.
  3. όχημα καθαρισμού δρόμων, κήπου κ.λ.π.
    Σάρωθρο δρόμων και πλατειών.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.