σάρωθρο
Νέα ελληνικά (el)

αυτοσχέδιο σάρωθρο από κλαδιά
Ετυμολογία
- σάρωθρο < σαρώνω
Ουσιαστικό
σάρωθρο ουδέτερο
- η σκούπα (συνήθως η φτιαγμένη από κλαδιά).
- Πάρε το σάρωθρο κι άρχιζε να σκουπίζεις.
- μηχάνημα καθαρισμού
- Νέο επαναφορτιζόμενο σάρωθρο για επαγγελματίες χρήστες.
- όχημα καθαρισμού δρόμων, κήπου κ.λ.π.
- Σάρωθρο δρόμων και πλατειών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.