ροδανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ροδανίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥοδανίζω[1] < ῥοδάν(η) + -ίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε ροδάν(ι) + -ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾo.ðaˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δα‐νί‐ζω
Ρήμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ροδανίζω | ροδάνιζα | θα ροδανίζω | να ροδανίζω | ροδανίζοντας | |
| β' ενικ. | ροδανίζεις | ροδάνιζες | θα ροδανίζεις | να ροδανίζεις | ροδάνιζε | |
| γ' ενικ. | ροδανίζει | ροδάνιζε | θα ροδανίζει | να ροδανίζει | ||
| α' πληθ. | ροδανίζουμε | ροδανίζαμε | θα ροδανίζουμε | να ροδανίζουμε | ||
| β' πληθ. | ροδανίζετε | ροδανίζατε | θα ροδανίζετε | να ροδανίζετε | ροδανίζετε | |
| γ' πληθ. | ροδανίζουν(ε) | ροδάνιζαν ροδανίζαν(ε) |
θα ροδανίζουν(ε) | να ροδανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ροδάνισα | θα ροδανίσω | να ροδανίσω | ροδανίσει | ||
| β' ενικ. | ροδάνισες | θα ροδανίσεις | να ροδανίσεις | ροδάνισε | ||
| γ' ενικ. | ροδάνισε | θα ροδανίσει | να ροδανίσει | |||
| α' πληθ. | ροδανίσαμε | θα ροδανίσουμε | να ροδανίσουμε | |||
| β' πληθ. | ροδανίσατε | θα ροδανίσετε | να ροδανίσετε | ροδανίστε | ||
| γ' πληθ. | ροδάνισαν ροδανίσαν(ε) |
θα ροδανίσουν(ε) | να ροδανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ροδανίσει | είχα ροδανίσει | θα έχω ροδανίσει | να έχω ροδανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ροδανίσει | είχες ροδανίσει | θα έχεις ροδανίσει | να έχεις ροδανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ροδανίσει | είχε ροδανίσει | θα έχει ροδανίσει | να έχει ροδανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ροδανίσει | είχαμε ροδανίσει | θα έχουμε ροδανίσει | να έχουμε ροδανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ροδανίσει | είχατε ροδανίσει | θα έχετε ροδανίσει | να έχετε ροδανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ροδανίσει | είχαν ροδανίσει | θα έχουν ροδανίσει | να έχουν ροδανίσει |
| |
Μεταφράσεις
ροδανίζω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ροδανίζομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.