ροδανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροδανίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥοδανίζω[1] < ῥοδάν(η) + -ίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε ροδάν(ι) + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.ðaˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροδανίζω

Ρήμα

ροδανίζω, αόρ.: ροδάνισα, π.αόρ.: ροδανίστηκα [2]

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ροδάνι

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ροδανίζομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.