νεφρίνη
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
νεφρίνη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) ένζυμο (κατ' άλλους ορμόνη) που εκκρίνεται στο αίμα από το νεφρό και στη συνέχεια ενώνεται με το αγγειοτενσινογόνο δημιουργώντας την αγγειοτενσίνη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νεφρίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.