ράγκταϊμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ράγκταϊμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ragtime
Ουσιαστικό
ράγκταϊμ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) είδος λαϊκής μουσικής, κυρίως πιανιστικής, από τις νότιες και μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, που γνώρισε δημοτικότητα από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτέλεσε μία από τις πηγές της τζαζ[1]
- ραγκτάιμ
-
ράγκταϊμ στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Βλ. λήμμα «Ragtime» του William J. Schafer, στο: Barry Kernfield (επιμ.), The New Grove Dictionary of Jazz (Νέα Υόρκη: St. Martin's Prees, 1996 [¹1988 σε 2 τόμ., ¹1994 σε έναν τόμ.], ISBN 0-333-63231-1), σ. 1013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.