πόθεν έσχες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πόθεν έσχες < αρχαία ελληνική πόθεν ἔσχες
Πολυλεκτικός όρος
πόθεν έσχες ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) το τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, η δήλωση, μέσω εντύπου, που περιλαμβάνει τον πλήρη και ακριβή τρόπο που αποκτήθηκε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο εμφανίζεται να έχει το άτομο που καλείται να την υποβάλλει
- για τις υπεράκτιες εταιρείες δεν απαιτείται το πόθεν έσχες προκειμένου να προβούν σε αγορά ακινήτου
Μεταφράσεις
πόθεν έσχες
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.