πω

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πω

  • α΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου του λέω
    1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λέω
    2. θα πω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λέω
    παλιότερη γραφή: πῶ
    άλλες μορφές: ειπώ (σπάνιο)

Επιφώνημα

πω!!

  • άλλη γραφή του πο



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

  • ιωνικός τύπος: κω

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.