πώποτε
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίρρημα
πώποτε
- (με άρνηση) ποτέ ως τώρα
- σε επικούς τύπους, πάντα άρνηση, γραμμένο και «πω ποτέ» όπως: Ιλιάδα 3 (Γ), στίχ. 442, ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 650 , ⌘ Ψευδο-Όμηρος, Βατραχομυομαχία, 178
- (μεταγενέστερα, μερικές φορές χωρίς άρνηση)
- (σε ερωτήσεις, υπονοείται άρνηση)
- ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 370 ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 6, 493d , ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 2.7
- (με conditional) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ...
- (σε ερωτήσεις, υπονοείται άρνηση)
Παράγωγα
για άρνηση:
- μηδεπώποτε
- μὴ πώποτε
- οὐπώποτε
Πηγές
- πώποτε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πώποτε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.