πυκτεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πυκτεύω < πύκτης + -εύω
Συγγενικά
- ἀντιπυκτεύω
- διαπυκτεύω
- ἐκπυκτεύω
- καταπυκτεύω
- πυκτεῖον
- πύκτευσις
- πυκτευτής
- → δείτε τη λέξη πύξ
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- πυκτεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυκτεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.