πυκτεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πυκτεύω < πύκτης + -εύω

Ρήμα

πυκτεύω

  1. πυγμαχώ
  2. χτυπώ με μπουνιές
  3. (κατ’ επέκταση) μάχομαι

Συγγενικά

  • ἀντιπυκτεύω
  • διαπυκτεύω
  • ἐκπυκτεύω
  • καταπυκτεύω
  • πυκτεῖον
  • πύκτευσις
  • πυκτευτής
  •  δείτε τη λέξη πύξ

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.