πτωχοκομεῖον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πτωχοκομεῖον τὰ πτωχοκομεῖα
      γενική τοῦ πτωχοκομείου τῶν πτωχοκομείων
      δοτική τῷ πτωχοκομεί τοῖς πτωχοκομείοις
    αιτιατική τὸ πτωχοκομεῖον τὰ πτωχοκομεῖα
     κλητική ! πτωχοκομεῖον πτωχοκομεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτωχοκομεῖον < (μαρτυρείται από το 1833) [1] <  και δείτε τη λέξη πτωχοκομείο

Ουσιαστικό

πτωχοκομεῖον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 871, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.