πρώτη κανονική μορφή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρώτη κανονική μορφή < → δείτε τις λέξεις πρώτη, κανονική και μορφή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική first normal form
Πολυλεκτικός όρος
πρώτη κανονική μορφή
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) κανόνας που απαιτεί η τιμή σε ένα πεδίο να μην περιέχει πολλαπλές πληροφορίες και να λαμβάνει τιμές από ένα καλά ορισμένο πεδίο ορισμού[1]
Συγγενικά
- δεύτερη κανονική μορφή
- τρίτη κανονική μορφή
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
πρώτη κανονική μορφή
Αναφορές
- 6.2. ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ. Προσπέλαση: 2020-01-28
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.