προχείρως

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προχείρως < πρόχειρ(ος) + -ως

Επίρρημα

προχείρως, συγκριτικός: προχειρωτέρως/προχειρότερον, υπερθετικός:  προχειρώτατα

  1. εύκολα
  2. πρόχειρα, εκ του προχείρου
  3. απρομελέτητα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.