πρόσκαιρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρόσκαιρα < πρόσκαιρος

Επίρρημα

πρόσκαιρα

  1. για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο καιρό
    η κατάσταση βελτιώθηκε πρόσκαιρα, αλλά είναι βέβαιο ότι σύντομα θα επιδεινωθεί ξανά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.